εμπυηματικός

εμπυηματικός
-ή, -ό (AM ἐμπυηματικός, -ή, -όν)
ιατρ. αυτός που εμφανίζει ή προκαλεί εμπύημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμπυηματικός — ή, ό που προκαλεί εμπύημα ή που πάσχει από εμπύημα, αποστηματικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπυηματικῶν — ἐμπυηματικός suppurating fem gen pl ἐμπυηματικός suppurating masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπυϊκός — ή, ό (Α ἐμπυϊκός, ή, όν) 1. εμπυηματικός 2. αυτός που έχει εμπύημα, ο έμπυος …   Dictionary of Greek

  • εμπυητικός — ή, ό εμπυηματικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”